-
1 ὑποτίθημι
A place under,ὑπὸ κύκλα ἑκάστῳ πυθμένι θῆκεν Il.18.375
; τὰ φρύγαν' ὑ. puts the firewood under, Telecl.40; θεοῦ βάσεις ὑποτιθέντος putting legs or feet under them, Pl.Ti. 92a, cf. Arist.PA 686a34;σιδηρᾶς κανονίδας ὑ. Ph.Bel.57.11
, cf. 60.31, al.;ὑπὸ ποταμοὺς πολλοὺς.. πόλιν ὑ. Pl.Lg. 682c
;κύλικα ὑπὸ τὴν κλίνην IG12(5).593.21
(Iulis, v B. C.); ὀχετὸν ἐκποιήσαντι καὶ ὑποθέντι ib. 12.373.66;[φοίνικας] ὑ. X.Cyr.7.5.12
;ἀλεκτορίδι ὑ. τὰ ᾠά Arist.HA 564b3
; ἑαυτὴν [ τῷ ἄρρενι] ib. 540a11;ὑ. <τι> ὑπὸ τὸν ὀφθαλμόν Id.Pr. 874a9
; of a prancing horse,ὑ. τὰ ὀπίσθια σκέλη ὑπὸ τὰ ἐμπρόσθια X.Eq. 11.2
; τὰ ὄπισθεν σκέλη διὰ πολλοῦ ὑ. bring up his hind legs far apart from one another, ib.1.14;κατακλίνεται [ὁ λαγὼς] ὑποθεὶς τὰ ὑποκώλια ὑπὸ τὰς λαγόνας Id.Cyn.5.10
: metaph.,ὑποχειρίους τοῖς ἐχθροῖς ὑ. τὰς αὑτῶν πατρίδας Pl.Plt. 308a
; ἔστε ὑπέθηκε Ἀΐδᾳ until he handed him over to Hades, of a hound attacking a boar, PCair.Zen.532.11 (iii B. C.):—[voice] Med., place under one's feet, τι X.Cyr.8.1.41;τοὺς μηροὺς ὑφ' αὑτά Arist.IA 713a23
.b subjoin, enclose, append a document, (iii B. C.), cf. Sammelb.5675.2 (ii B. C.), etc.: so in [voice] Med., PLond.3.921.10 (ii/iii A. D.).II set before one, offer, suggest,τὴν ἐν φίλοις δικαιοτάτην ὑπόθεσιν ἔχω ὑποτιθέναι X.Cyr.5.5.13
; hold out hope,ὑποτιθεῖς τίν' ἐλπίδα; E.Or. 1186
, cf. X.HG4.8.28, D.23.58, Plu.2.256a, Lys. 23, Aristid.1.379 J.; ;ἡ εὐπραγία ὑ. ἰσχὺν τῆς ἐλπίδος Id.4.65
; ὑπέθηκας ὀρθῶς τοὺς λόγους, i. e. you have given good advice, E.IA 507; τὸν ὑποθέντα τὰς τέχνας γυναιξὶ τόνδε he who proposed these tricks to the women, Id.Ba. 675:—earlier in [voice] Med., suggest, ; , cf. Il.11.788;δόλον ὑπεθήκατο Hes.Th. 175
;ἄλλα μὲν αὐτὸς ἐνὶ φρεσὶ σῇσι νοήσεις, ἄλλα δὲ καὶ δαίμων ὑποθήσεται Od.3.27
;Κροῖσος ταῦτά οἱ ὑπετίθετο Hdt. 1.156
, cf. 3.36;ἔπεμψέ με σωτηρίην ὑποθησόμενον ὑμῖν, ἤν περ βούλησθε πείθεσθαι Id.5.98
, cf. 7.237; : c. dat. pers. only, advise, counsel, admonish one, Od.2.194, 5.143, Ar.Av. 1362, Lys. 522 (anap.), Pl.Chrm. 155d: with an Adv.,ἀλλά μοι εὖ ὑπόθευ Od. 15.310
, cf. Hdt.1.90;αὐτάρ τοι πυκινῶς ὑποθησόμεθ', αἴ κε πίθηαι Il. 21.293
.2 [voice] Med., in stronger sense, enjoin, ; of a doctor, Pl.Plt. 295c; of Nestor, Id.Hp.Ma.286b; [Μέττιος Ῥοῦφος] τῷ στρατηγῷ περὶ τούτου ὑπέθετο POxy. 237 vi 40
(ii A. D.); gloss on ἐπιστέλλει, Sch.S.OT 106; of Pythagoras,τὴν εἰς τὸ σπονδειακὸν μεταβολὴν ὑπέθετο τῷ αὐλητῇ Iamb.VP25.112
; (ii A. D.); δύο σκοποὺς ὑποθέσθαι τῆς φλεβοτομίας prescribe two conditions of (successful) venesection, Gal.15.765.3 [voice] Med., instruct, demonstrate, ; δεῖ ὑποθέσθαι τί λέγομεν τὸ βαρύ as a preliminary we must explain, Id.Cael. 269b20;ὑ. ὡς χρὴ μάχεσθαι Philostr.Her.10.5
;Φινεὺς.. τοῖς Ἀργοναύταις.. περὶ τῶν συμπληγάδων ὑπέθετο πετρῶν Apollod.1.9.22
;ὁ ὑποθέμενος αὐτῷ τὴν ἀνάγνωσιν Arr.Epict.1.26.13
, cf. 2.2.21;παλαισμάτων εἴδη ὁπόσα ἐστί, δηλώσει ὁ παιδοτρίβης, καιρούς τε ὑποθέμενος κτλ. Philostr.Gym.14
: c. acc. et inf.,ὑ. τῷ ἐπιεικεῖ παιδὶ ῥᾴδιον πεφυκέναι κτλ. Iamb.VP10.51
.III [voice] Med., propose to oneself as a task,πολεμιστήριον [ἵππον] ὑπεθέμεθα ὠνεῖσθαι X.Eq.3.7
;δεῖ ὑποτίθεσθαι κατ' εὐχήν, μηδὲν μέντοι ἀδύνατον Arist. Pol. 1265a17
; make up one's mind, adopt as a policy, ;τοῦθ' ὑπέθετο, δεινότατον πρᾶγμα, οἶμαι, ὅπως ἐν ἐκείνῳ εἴη.. φάναι And.1.39
;ἕνα τοῦτον ὑποθέμενος τὸν σκοπόν, ἅπαντας ἡμᾶς ἀγορεύειν κακῶς Luc.Pisc.7
;πρὶν τὴν ἀρχὴν ὀρθῶς ὑποθέσθαι, μάταιον ἡγοῦμαι περὶ τῆς τελευτῆς ὁντινοῦν ποιεῖσθαι λόγον D.3.2
:—[voice] Pass.,ὁ ὑποτεθεὶς σκοπός Arist.EN 1144a24
.2 propose to oneself as a subject of discussion or argument,ἀπ' ἐμαυτοῦ ἄρξωμαι καὶ τῆς ἐμαυτοῦ ὑποθέσεως, περὶ τοῦ ἑνὸς αὐτοῦ ὑποθέμενος, εἴτε ἕν ἐστιν εἴτε μή [ἕν], τί χρὴ συμβαίνειν; Pl.Prm. 137b
, cf. Ti. 26a;ἵνα μὴ δοκῶ περὶ τὰ μέρη διατρίβειν, ὑπὲρ ὅλων τῶν πραγμάτων ὑποθέμενος Isoc. 4.51
, cf. 12.119;ὥσπερ ὑπεθέμην Thphr.Char.Prooem.5
;περὶ ἀέρος εἰπόντες, ὥσπερ ὑπεθέμεθα Arist.Mete. 340a23
, cf. Rh. 1432b5, Aeschin. 1.37, 2.102;ὑποθησόμεθα ταύτης ἀρχὴν τῆς βύβλου τὴν πρώτην διάβασιν ἐξ Ἰταλίας Ῥωμαίων Plb.1.5.1
:—[voice] Pass.,οἱ ὑποτεθέντες λόγοι Pl. Lg. 812a
.IV [voice] Med., assume as a preliminary,ταύτην μὲν δὴ πυρὸς ἀρχὴν καὶ τῶν ἄλλων σωμάτων ὑποτιθέμεθα Id.Ti. 53d
;ὑποθέμενος ἑκάστοτε λόγον.., ἃ μὲν ἄν μοι δοκῇ τούτῳ συμφωνεῖν, τίθημι ὡς ἀληθῆ ὄντα Id.Phd. 100a
;οἱ περὶ τὰς γεωμετρίας.. ὑποθέμενοι.. τὰ σχήματα,.. ποιησάμενοι ὑποθέσεις αὐτά Id.R. 510c
; ;ὃ ἐξ ἀρχῆς ὑπετιθέμεθα Id.Chrm. 171d
;ἐὰν ὡς ὂν ὑποθῇ ὃ ὑπετίθεσο Id.Prm. 136c
; ὑ. περί τινος ὡς ὄντος ib. 136b, cf. 137b, Plt. 284c;ὑ. ὡς τούτου οὕτως ἔχοντος Id.R. 437a
: c. acc. et inf., assume or suppose that.., Id.Phd. 100b, Prt. 339d: without inf., [ τὴν ἀρετὴν] διδακτὸν ὑ. assume it to be teachable, ib. 361b;τἀναντία οἷς ὑπεθέμην Id.Tht. 165d
; ὥσπερ ὑπέθου as you began by requiring, Id.R. 346b (referring to 336d):—[voice] Pass., esp. in [tense] aor. ὑπετέθην (cf.ὑπόκειμαι 11.2
), Id.Ti. 48e, 61d;τὰ ὑποτεθέντα Id.Prm. 136b
; τῶν καλῶν τι ἡ σωφροσύνη ὑπετέθη was assumed to be.., Id.Chrm. 160d (referring to 159c);τοῦτο δ' ἀδύνατον, ὥστε ψεῦδος τὸ ὑποτεθέν Arist.APr. 61a31
; εἰ τοῦτό τις ὑποτεθείη γινώσκειν if it were assumed that one knew this, Phld.Rh.2.17S.2 later, assume, suppose, estimate,παρέσομαι πρὸς ὑμᾶς, ὡς ὑποτίθεμαι, τῇ ιζ PCair.Zen.247.4
(iii B. C.); ὑποτιθεμένου τοῦ ποδὸς δραχμῆς the foot being reckoned at one drachma, Supp.Epigr.4.446.14 (Didyma, iii/ii B. C.), cf. PCair.Zen. 15r.34 (iii B. C.); τὸν χιλιάρουρον (sc. ἀμπελῶνα) ὑποτιθέμεθα ἐπὶ τὸ ἔλαττον we assess at the reduced sum, ib.361.9 (iii B. C.); νεώτερον αὐτὸν ὑ. put him down as younger, D.H.4.6; ταῦτα τὸν Ὅμηρον ὡς συστρατιώτην ἔφη εἰρηκέναι καὶ οὐχ ὡς ὑποτιθέμενον not as a composer of fiction, Philostr.Her.4.4.V [voice] Act., establish as a preliminary, premise, ταῦθ' ὑποθεὶς ἐπεῖπεν ὡς .. Aeschin.2.157; τοῦθ' ὑποθέντες ἀκούετε τῇ γνώμῃ, τί ἄν, εἴ τις ἔπασχε ταῦθ' ὑμῶν, ἐποίει after deciding in your own minds, D.21.108;ῥυθμοὺς καὶ σχῆμα ἐλευθέριον ὑποθεῖσαι μέλος ἢ λόγον ἐναντίον ἀποδοῦναι Pl.Lg. 669c
.2 represent as ὑποκείμενον (v.ὑπόκειμαι 11.8
),εἰ μή τις ἑτέραν ὑποθήσει τοῖς ἐναντίοις φύσιν Arist.Ph. 189a28
; [ἀρχὴν] ἄν τε μίαν ἄν τε πλείους Id.Metaph. 988a24
.VII put down as a deposit or stake, pawn, pledge, mortgage,τοῦτο τὸ ἐνέχυρον Hdt.2.136
; τὴν οἰκίαν, τὴν οὐσίαν, Isoc.21.2, D.28.17, 49.12; ὑπέθεσαν αὐτῷ τοῦ ταλάντου τὰς προσόδους mortgaged their revenues for the talent, Aeschin.3.104;τῷ πατρὶ τἀνδράποδα D.27.25
;δραχμὴν ὑπόθες Diph.73.2
;ὑποθέμενοι χρυσίον IG12.313.177
; τὴν οἰκίαν πωλοῦντα καὶ ὑποτιθέντα selling and mortgaging, i.e. having full ownership of, the house, PCair.Zen.588.1, cf. 9 (iii B. C.), PRyl.162.28 (ii A. D.); cf.ὑποθήκη 11
:—[voice] Med., of the mortgagee, lend money on pledge, D.28.18;ὑποθέσθαι τὰ σκεύη τῆς νεώς Id.50.55
:— but the [voice] Med. is used for the [voice] Act. in later writers, Plu.Cat.Mi.6:— for the [voice] Pass., ὑπόκειμαι is used, except in [tense] aor. 1, πόρους (revenues) ὑποκεῖσθαι αὐτοῖς τούς τε ὑποτεθέντας εἰς τὸ βουλευτήριον .. OGI46.10 (Halic., iii B. C.), cf. AJP56.375 (Colophon, iv B. C., [voice] Med. and [voice] Pass.); cf. τίθημι.2 stake, hazard, venture, ; τὸν ἴδιον κίνδυνον ὑποθείς at his own risk, D.19.252; alsoἑαυτὸν ἔγγυον ὑποθείς Plu.Crass.7
;τὴν ψυχὴν ταῖς τύχαις Luc.Dem.Enc.41
;τὰ σὰ τοῖς ἐκτός Arr.Epict.2.2.12
; τὸν τράχηλον ib.4.1.77; ἑαυτὸν τῷ νόμῳ, i. e. risked the penalties of the law, Philostr.Gym.24;οὐδὲ αὑτοὺς ταύταις ὑποθήσομεν ταῖς αἰτίαις Jul.Or.3.112a
; νομίμοις ποιναῖς ὑποθεῖναι [ αὐτούς] PMasp.24.50 (vi A. D.); ἑαυτὸν [ ὀργῇ] Plu.Them.24;τοῖς κινδύνοις σφᾶς αὐτούς Aristid.1.467
J.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποτίθημι
-
2 ἐφ-έλκω
ἐφ-έλκω (s. ἕλκω), ion. ἐπέλκω, heran-, herbeiziehen, schleppen; ναῦς δ' ἃς ἐφέλξω Eur. Cycl. 151; ἥλιος ἐφέλκων λαμπρὸν Ἑσπέρου φάος Ion 1149, hinterherziehen, wie ἐκ τοῦ βραχίονος τὸν ἵππον Her. 5, 12; οὐράς, nachschleppen, 3, 113; καλωδίῳ ἐν ἀσκοῖς ἐφέλκοντες μήκωνα Thuc. 4, 26; κατὰ τὰς πρύμνας τῶν λέμβων ἐφέλκειν διενοοῦντο τοὺς ἵππους νέοντας Pol. 3, 43, 4; τὰ ὀπίσϑια σκέλη ἐφέλκουσιν ἐπὶ τὰ πρόσϑια, sie ziehen sie an die Vorderfüße heran, Arist. H. A. 8, 24. Uebertr., ὁ χρυσὸς φρονεῖν βροτοὺς ἐξάγεται δύνασιν ἄδικον ἐφέλκων, herbeiführend, Eur. Herc. F. 777; ξυμφοράς Med. 552; αἴσϑησιν Plat. Phil. 95 e; μηδὲ τούτῳ ἐφέλκεσϑε, laßt euch dadurch nicht verlocken, Thuc. 1, 42. – Häufiger im med. an sich heranziehen, mit sich fortschleppen, ἔγχος, die in der Wunde steckende Lanze mit sich schleppen, Il. 13, 597, a. D., wie Ap. Rh. 1, 1162; ἡμᾶς ἐφελκόμενοι Plat. Crat. 439 c; τὴν κλεῖν, den Schlüssel abziehen u. mit sich nehmen, Lys. 1, 13; τὴν ϑύραν, die Thür hinter sich anziehen, Luc. am. 16 u. a. Sp.; – übh. anziehen, eigentlich u. übertr., ἐφέλκεται ἄνδρα σίδηρος, das Eisen zieht den Mann an sich, Od. 16, 294. 19, 13; ἐφέλκεται τὸ ὑργόν Tim. Locr. 102 a; πόλλ' ἐφέλκεται φυγὴ κακὰ ξὺν αὑτῇ, bringt mit sich, Eur. Med. 462; sich aneignen, τοὔμπαλιν οὗ βούλονται Xen. Cyr. 8, 4, 32; Μοῠσαν ὀϑνείην Theocr. ep. 22, 4; – πόδες ἐφελκόμενοι, Il. 23, 696, sind nachschleppende, gelähmt nachschleifende Füße; so vrbdt Plat. Legg. VII, 795 b χωλαίνει καὶ ἐφέλκεται. Bei Her. sind οἱ ἐφελκόμενοι die Nachzügler, 3, 105. 4, 203; Pol. 5, 80, 2, der auch ἐφελκομένη καὶ καϑυστεροῦσα ἐπικουρία vrbdí, 9, 40, 2.
-
3 εφελκω
и (только в aor.) ἐφελκύω, ион. ἐπέλκω (fut. ἐφέλξω, aor. ἐφείλκυσα)1) тянуть, тащить, волочить(τὰς οὐράς Her.; καλωδίῳ τι Thuc.)
ἵππον ἐκ τοῦ βραχίονος ἐ. Her. — вести коня в поводу2) med. притягивать, подтягиватьτέν θύραν ἐφελκύσασθαι Luc. — затворить дверь3) med. увлекать за собой, похищать(γυναῖκα ἄκουσαν Plut.)
4) притаскивать, приносить(ποτῆρ΄ ἀσκοῦ μέτα Eur.)
5) med. вытягивать, извлекать(τὸ ὑγρὸν ἐκ τῆς γῆς Arst.; τέν στρατιὰν ἐκ τῶν στενῶν Plut.)
τέν κλεῖν ἐ. Lys. — вынуть (и унести) ключ6) med. натягивать(κατὰ τῆς κεφαλῆς τὸ ἱμάτιον Plut.)
7) стягивать, т.е. хмурить(ὀφρῦς Anth.)
8) med. (sc. τὸν πόδα) волочить ногу(χωλαίνειν καὴ ἐ. Plat.)
9) (тж. ἐ. ξὺν αὑτῷ Eur.) влечь за собой, приводить с собой, порождать(πολλὰς ξυμφοράς, med. πολλὰ κακά Eur.)
10) med. волочиться (по земле)(ἐφελκομένοισι πόδεσσιν Hom.)
11) med.-pass. медлить, задерживаться(ἐφελκομένη ἐπικουρία Polyb.)
οἱ ἐφελκόμενοι Her. — отставшие (в пути)12) med. приобретать, усваивать(τοὔμπαλιν οὗ βούλονται Xen.; δόξας κενάς Plut.)
13) med. присваивать себе(ὄνομά τι Plut.)
14) тж. med. привлекать, манить(ῥείθροισιν ἐφελκόμενος - v. l. ἐφεξόμενος - μαλακοῖσιν HH.)
αὐτὸς ἐφέλκεται ἄνδρα σίδηρος Hom. — оружие само просится в руки человека;μέ τούτῳ ἐφέλκεσθε Thuc. — не давайте увлечь себя этим, т.е. не поддавайтесь этому соблазну -
4 υποφερω
(fut. ὑποίσω, aor. 1 ὑπήνεγκα - эп. ὑπήνεικα, aor. 2 ὑπήνεγκον)1) уносить прочь(τέν ναῦν εἰς τέν θάλασσαν Plut.)
μ΄ ὑπήνεικαν ταχέες πόδες Hom. — меня унесли быстрые ноги2) уносить вниз(τοῖς ποταμος ὑποφέρεσθαι Plut.)
ὑποφέρεσθαι κατὰ κρημνῶν ὀλισθήματα Plut. — скатываться по скользким скалам;τὰ πράγματα μοχθηρῶς ὑποφερόμενα Plut. — дела, которые идут все хуже и хуже;ὑποφέρεσθαι πταίσμασί τινος Plut. — приходить из-за чьих-л. ошибок в упадок;δι΄ ἀσθένειαν ὑποφέρεσθαι Plut. — уступать по слабости (характера);ὑποφέρεσθαι κατὰ μικρόν Plut. — мало-помалу отставать (от истинного календаря);ἥ ὑποφερομένη Μαρίου στάσις Plut. — приходящая в упадок партия Мария3) выносить снизуὑ. τὸ ὑποκείμενον Arst. — удалять подпору
4) подгибать, поджимать(τὰ ὀπίσθια σκέλη Arst.)
5) подставлять(τι ταῖς πληγαῖς Plut.)
6) наносить(θανασίμους πληγάς Plut.)
7) поддерживать, нести на себе(δᾷδα ἡμμένην Plut.)
ὅπλα ὑ. Xen. — нести оружие (за кем-л.);τὰ τὰ σημεῖα δόρατα ὑποφέροντα Plut. — копья с находящимися на них значками8) приводить, доводитьὑ. εἰς νουθεσίαν καὴ διόρθωσιν Plut. — наставлять и исправлять;
πρὸς τὸ κομπῶδες ὑποφέρεσθαι Plut. — впадать в хвастливый тон9) выносить, переносить, выдерживать, терпеть(πόνους καὴ κινδύνους Isocr.; τὰς τῆς τύχης μεταβολάς Polyb.)
10) предлагать(σπονδαὴ ὑποφερόμεναι Xen.)
11) выставлять в качестве предлога, приводить в свое оправдание(τι Xen.)
12) подсказывать, внушать(ἐλπίδα τινός Soph.)
-
5 ἐφέλκω
A : [tense] aor. 1 inf. - ελκύσαι Thphr.Char.30.10:—[voice] Med., [tense] fut. - ελκύσομαι A.D.Synt.50.21: [tense] aor. 1 part. - ελκυσάμενος Thphr.CP5.1.10: (Hom. only in [voice] Med. and [voice] Pass., v. infr. 11, 111):— drag or trail after one, ἐ. τὰς [οὐράς], of long-tailed sheep, Hdt.3.113; ἵππον ἐκ τοῦ βραχίονος ἐ. to lead a horse by a rein upon the arm, Id.5.12; ναῦς ὣς ἐφέλξω will take in tow, E. l.c., cf. Th.4.26; ἐ. ξύλον, of a log tied to the leg, Polyzel.3; τὰ ὀπίσθια σκέλη ἐφέλκουσιν ἐπὶ τὰ ἐμπρόσθια drag forward, in the disease of horses called εἰλεός, Arist.HA 604b1; τὰς ὁπλὰς καὶ τὰ ἰσχία ἐ. draw them up, ib.18, cf. Hippiatr.121.2 bring on, bring in its train (v. infr. 111.4),πολλὰς ἐφέλκων ξυμφοράς E.Med. 552
, cf. Ion 1149, HF 776 (lyr.);ἄλλην αἴσθησιν μετὰ τοῦ λογις μοῦ Pl.Phd. 65e
:—[voice] Med., AP10.37 (Luc.).4 ἐ. πλείους ἡμέρας delay for several days, Thphr. Char. l. c.:—[voice] Pass., τὰ ἐφελκόμενα arrears of payment, PPetr.3p.151 (iii B. C.), cf. PSI4.350.4 (iii B.C.), UPZ50.33 (ii B.C.); ἐφέλκεται τῷ Φιλίππῳ he is in arrears of tax-payments to P. (the tax-collector), PPetr.2p.108 (iii B.C.).II [voice] Pass., ἐφελκομένοισι πόδεσσιν with feet trailing after him, of one who is dragged lifeless away, Il.23.696; ; ὁ λίθος ὄπισθε ἐπελκόμενος dragging behind (the boat), Hdt. 2.96; of camels, Id.3.105; also οἱ ἐπελκόμενοι the stragglers of an army, Id.4.203; - ομένη προθυμία lagging, tardy, Plb.9.40.2.2 to be attracted,ῥείθροισιν h.Hom.19.9
; μηδὲ.. τούτῳ ἐφέλκεσθαι be not led away by this argument, Th.1.42.III [voice] Med. like [voice] Act., drag after one, χωλαίνει καὶ ἐφέλκεται (sc. τὸν πόδα) Pl.Lg. 795b, cf. Antip.Stoic.3.256; .2 draw to oneself, attract, αὐτὸς γὰρ ἐφέλκεται ἄνδρα σίδηρος the very sight of iron (i.e. arms) draws men on, i.e. tempts them to use them, Od. 16.294, 19.13;ὕδωρ ἐπ' ἑωυτὸν ὁ ἥλιος ἐ. Hdt.4.50
;ἐ. τινὰ πρός τι Plb.9.1.3
; of flowers,ἠϊθέας -όμεναι χροιῇσι Nic.Fr.74.65
;κάλλεϊ.. πάντας ἐ. APl.4.288
(Leont.).3 draw or pull to,τὴν θύραν ἐφελκύσασθαι Luc. Am.16
; ; ἐ. ὀφρῦν to frown, AP7.440 (Leon.);ἐ. κατὰ τῆς κεφαλῆς τὸ ἱμάτιον Plu.Caes.66
, cf. Pomp.79.4 bring on consequences,πόλλ' ἐφέλκεται φυγὴ κακά E.Med. 462
;ὃ καὶ σίδηρον ἀγχόνας τ' ἐ. Id.Fr.362.26
, cf. Hp.Decent.1;κινδύνους Isoc. Ep.4.6
;τοὔμπαλιν οὗ βούλονται ἐ. X.Cyr.8.4.32
.5 claim for oneself, assume,ἀλλότριον κάλλος Pl.Grg. 465b
;Μοῦσαν ὀθνείην AP9.434
(Theoc., = p.xvi W.).7 Gramm., attract to the close of a word,τὸ νῦ δἰ εὐφωνίαν Demetr.Eloc. 175
, cf. Eust.52.19. -
6 ὑποκύπτω
A stoop under a yoke, Μῆδοι ὑπέκυψαν Πέρσῃσι bowed to the Persian yoke, Hdt.1.130, cf. 6.25, 109;κύνες τοῖς ἀνθρώποις ὑποκύπτοντες Aesop.266
: abs., of suppliants, bow down, bow low,ἱκετεύουσιν ὑποκύπτοντες Ar.V. 555
(anap., where cod. R has ὑποπίπτοντες), cf. Luc.Nav.30, Nigr.21; so of animals drinking, ὑποκύψαντα.. πιεῖν ὥσπερ βοῦν (v.l. ἐπικ-) X.An.4.5.32; of the victim at a sacrifice, θύεται δέ, αἰ μέγ κα ὑποκύψει, τᾷ Ἱστία prob. in SIG1025.20 ([place name] Cos); alsoὑ. ἐπὶ τὰ ὀπίσθια σκέλη Arist.Mir. 831a25
; stoop to look at a thing, Plu.2.470e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποκύπτω
-
7 ὑποφέρω
A (lyr.), Phld.Lib.p.28 O.: [tense] aor. , [dialect] Ep.ὑπήνεικα Il.5.885
:—carry away under, esp. bear out of danger, l.c.:—[voice] Pass., to be taken from under,ἐὰν [τὸ ὑποκείμενον] ὑποφέρηται Arist.IA 705a9
.II bear or carry by being under, bear a burden, τὰ ὅπλα, of an armour-bearer, X.Cyr.4.5.57;τῶν τὰ σημεῖα δοράτων ὑποφερόντων Plu.Sull.7
:—[voice] Pass., to be supported,τοῖς σκέλεσι Arist.Pr. 882b29
.2 metaph., endure, submit to,πόνους καὶ κινδύνους Isoc. 3.64
, cf. X.Eq.Mag.1.3;κινδύνους καὶ φόβους Pl.Tht. 173a
;ῥαθύμως ὀργήν Id.Lg. 879c
;τὸν τῶν ὁμιλητικῶν τρόπον Isoc.1.30
;γῆρας καὶ πενίαν Aeschin.1.88
(v.l. ἀμύνεσθαι); εἰσφοράς X.Oec.2.6
;ἀναλώματα D.59.42
;πόλεμον ὑπενεγκεῖν Arist.Pol. 1267a27
;ὑ. παρρησίαν Phld. Lib.p.62
O.;ἀδικίας Sammelb.5238.22
(i A. D.);τὰ φυτὰ.. ἀνέμων ἐμβολὰς ὑ. Sor.1.96
; οὐ γὰρ αὐτὸς ὑποφέρω κίνησιν I do not trouble to move, PFlor.362.10 (ii A. D.).2 subjoin, add in speaking, D.H.7.16, Longin. 16.4.IV hold out, present,δᾷδα Plu.Publ.23
;τὰ σεσιδηρωμένα μέρη ταῖς πληγαῖς Id.Cam.41
; πληγὰς ὑ. inflict them, Id.Eum.7; οὐκ ὀλίγην βλάβην ὑποφέρει με ( = μοι) inflicts, POxy.488.19 (ii/iii A. D.).2 metaph., hold out, suggest, proffer,εἰ τῶν.. οἰχομένων.. ἐλπίδ' ὑποίσεις S.El. 834
(lyr.); ὑπέφερον τοὺς μῆνας proposed the (holy) months, i.e. a truce, X.HG4.7.2; σπονδὰς ἀδίκως ὑποφερομένας ibid.b ὑποφέρονται γραμμαί τινες αἱματώδεις there are suggestions of lines (in the foetus), Ath.Med. ap. Orib.22.9.1.V carry down, of a river, Plu.2.325a, Poll.1.111;κοιλίη ὑποφέρει χολώδεα Aret.SA2.4
; cause to slip or fall, Plu.2.459b, Poll.1.187:—[voice] Pass., to be borne down,τοῖς ποταμοῖς Plu.Alex.63
; slip down,κατὰ κρημνῶν Id.Mar.23
; of the legs, give way under a person, Hp. Int.36.2 metaph., bring down in numbers, App.BC5.6; in [voice] Pass., decline gradually, of consumptive people, Hp.Epid.1.2; ὀρθοστάδην ὑ. ib.3.13, 17.ιγ; εἰς πενίαν App.BC2.2
;πόλις ὑποφερομένη πταίσμασι Plu.Comp.Per.Fab.1
; στάσιν ὑποφερομένην ἀνακαλεῖσθαι to revive an expiring faction, Id.Sert.4, cf. Lyc.2; of festivals, fall after their due time, Id.Caes.59.VI bring to a certain point,ὑ. τινὰ εἰς διόρθωσιν Id.Lyc.25
:—[voice] Pass., to be carried away,ὑ. εἰς ὕβριν Id.Alc.18
;πρὸς τὸ κομπῶδες Id.Alex.23
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποφέρω
-
8 ἐφέλκω,
ἐφ-έλκω, u. ἐφ-ελκύω, heran-, herbeiziehen, schleppen; οὐράς, nachschleppen; τὰ ὀπίσϑια σκέλη ἐφέλκουσιν ἐπὶ τὰ πρόσϑια, sie ziehen sie an die Vorderfüße heran. Übertr., ὁ χρυσὸς φρονεῖν βροτοὺς ἐξάγεται δύνασιν ἄδικον ἐφέλκων, herbeiführend; μηδὲ τούτῳ ἐφέλκεσϑε, laßt euch dadurch nicht verlocken; an sich heranziehen, mit sich fortschleppen, ἔγχος, die in der Wunde steckende Lanze mit sich schleppen; τὴν κλεῖν, den Schlüssel abziehen u. mit sich nehmen; τὴν ϑύραν, die Tür hinter sich anziehen; übh. anziehen; ἐφέλκεται ἄνδρα σίδηρος, das Eisen zieht den Mann an sich; πόλλ' ἐφέλκεται φυγὴ κακὰ ξὺν αὑτῇ, bringt mit sich; sich aneignen; πόδες ἐφελκόμενοι, nachschleppende, gelähmt nachschleifende Füße; οἱ ἐφελκόμενοι, die Nachzügler -
9 ἐφελκύω
ἐφ-έλκω, u. ἐφ-ελκύω, heran-, herbeiziehen, schleppen; οὐράς, nachschleppen; τὰ ὀπίσϑια σκέλη ἐφέλκουσιν ἐπὶ τὰ πρόσϑια, sie ziehen sie an die Vorderfüße heran. Übertr., ὁ χρυσὸς φρονεῖν βροτοὺς ἐξάγεται δύνασιν ἄδικον ἐφέλκων, herbeiführend; μηδὲ τούτῳ ἐφέλκεσϑε, laßt euch dadurch nicht verlocken; an sich heranziehen, mit sich fortschleppen, ἔγχος, die in der Wunde steckende Lanze mit sich schleppen; τὴν κλεῖν, den Schlüssel abziehen u. mit sich nehmen; τὴν ϑύραν, die Tür hinter sich anziehen; übh. anziehen; ἐφέλκεται ἄνδρα σίδηρος, das Eisen zieht den Mann an sich; πόλλ' ἐφέλκεται φυγὴ κακὰ ξὺν αὑτῇ, bringt mit sich; sich aneignen; πόδες ἐφελκόμενοι, nachschleppende, gelähmt nachschleifende Füße; οἱ ἐφελκόμενοι, die Nachzügler -
10 πρόσθιος
A foremost, opp. ὀπίσθιος, οἱ π. πόδες (v.l. for ἐμπρ- ) the fore-feet, Hdt.2.69;π. πούς X.Cyn.9.19
, etc.; τὰ π. κῶλα (v.l. for ἐμπρ-) Pl.Ti. 91e, etc.;τὰ π. σκέλη Arist.PA 688a3
; freq. τὰ π. alone, the front parts, opp. τὰ ὀπίσθια, Id.HA 493a11, al.; opp. τὰ πρανῆ, Id.GA 720a14; βάσιν χερσὶ προσθίαν καθαρμόσας fitting the fore-feet to my hands, E.Rh. 210;οἱ π. ὀδόντες Arist.HA 501a13
, al.; σιαγόνες δύο, τὸ π. γένειον, τὸ δ' ὀπίσθιον γένυς ib. 492b22; τοῦ χοροῦ (prob. for τοὺς χοροὺς) τοὺς π. the front row of teeth, Ar.Ra. 548 (lyr.);π. θρίξ Achae.10.2
; π. τραύματα wounds in front, AP9.279 (Bass.); οἱ κίονες οἱ π., ὁ π. τοῖχος, the front row of columns, wall, IG22.1682.4, 1668.89.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόσθιος
См. также в других словарях:
οπίσθιος — α, ο (ΑΜ ὀπίσθιος, ία, ον) 1. αυτός που βρίσκεται στο πίσω μέρος κάποιου, πισινός («τὰ ὀπίσθια σκέλη ἐφέλκουσιν ὑπὸ τὰ ἐμπρόσθια», Αριστοτ.) 2. (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) το οπίσθιο(ν) και τα οπίσθια το πίσω μέρος νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ.… … Dictionary of Greek
εφέλκω — (Α ἐφέλκω, ιων. τ. ἐπέλκω) σύρω, τραβώ προς το μέρος μου αρχ. 1. σύρω, τραβώ κάτι πίσω από κάποιον 2. οδηγώ σέρνοντας («ἐκ τοῡ βραχίονος ἵππον ἐπέλκουσα», Ηρόδ.) 3. (για πλοίο) ρυμουλκώ («ναῡς ὥς ἐφέλξω», Ηρόδ.) 4. (για άρρωστα ζώα ή ανθρώπους)… … Dictionary of Greek
υποφέρω — ὑποφέρω ΝΜΑ [φέρω] υπομένω, αντέχω, ανέχομαι κάτι ή κάποιον (α. «δεν μπορεί να τόν υποφέρει» β. «ὑποφέρειν τὰς ἀδικίας», πάπ. γ. «γῆρας καὶ πενίαν ὑπενεγκεῑν», Αισχίν. δ. «κινδύνους καὶ φόβους ὑποφέρειν», Πλάτ.) νεοελλ. 1. υποβάλλομαι σε… … Dictionary of Greek
πισινός — ή, ό, Ν 1. αυτός που έρχεται, κάθεται ή βρίσκεται πίσω από κάποιον, ο οπίσθιος 2. το αρσ. ως ουσ. ο πισινός οι γλουτοί μαζί με τον πρωκτό, τα οπίσθια 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πισινά i) τα οπίσθια μέρη τού ανθρώπου από την οσφύ και κάτω ii)… … Dictionary of Greek
νευρικό σύστημα — Σύστημα οργάνων στα ζώα και στους ανθρώπους με το οποίο πραγματοποιείται η επαφή του οργανισμού με το περιβάλλον και με το οποίο αλληλοσυνδέονται τα όργανα μεταξύ τους και συντονίζονται οι λειτουργίες του σώματος. κεντρικό ν.σ. Στην κοιλότητα που … Dictionary of Greek
μεσεγκέφαλος — Τμήμα του μεγάλου εγκεφάλου, που βρίσκεται ανάμεσα στα ημισφαίριά του και στην παρεγκεφαλίδα. Αποτελεί τη δεύτερη διόγκωση του εμβρυϊκού νευρικού σωλήνα, που αναπτύσσεται στο τετράδυμο, στον υδραγωγό του Sylvius και στα εγκεφαλικά σκέλη. Σε… … Dictionary of Greek
οκλάζω — (Α ὀκλάζω) 1. κάθομαι με κεκαμμένα τα σκέλη, κάθομαι σε μαζεμένη στάση με λυγισμένα τα γόνατα και με το σώμα στηριγμένο στα δάχτυλα τών ποδιών 2. (ιδίως για ζώο, όπως άλογο ή βόδι) πέφτω στα γόνατα και στηρίζω το βάρος τού σώματός μου σε αυτά,… … Dictionary of Greek
πρηνής — ές, ΝΜΑ, και πρανής, Α (κυρίως για πρόσ. και σχετικά με στάση σώματος) αυτός που βρίσκεται με το πρόσωπο προς το έδαφος, προς τα κάτω, ο ξαπλωμένος ή πεσμένος μπρούμυτα (α. «οι στρατιώτες πυροβολούν πρηνείς» β. «πρηνὴς δ ἐν κονίησι χαμαὶ πέσεν… … Dictionary of Greek
πισινός — ή, ό 1. αυτός που είναι ή έρχεται πίσω (αντίθ. μπροστινός): Στα πισινά στασίδια όλα σιμά μου σειούνται τα ξεσκλίδια (Σολωμός). 2. το αρσ. ως ουσ., πισινός τα οπίσθια, ο κώλος: Μόλις με είδε μου γύρισε τον πισινό του. 3. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)